-
1 ποιότητα
[-ης (-ητος)] η1) качество (вещей);ποιότητα καί ποσότητα — количество и качество;
άσχημη ( — или κακή) ποιότητα — плохое качество;
καλής ποιότητας — доброкачественный, хорошего качества;
εξαιρετική ποιότητα — отличное качество;
2) сорт, категория (товара);πρώτη ποιότητα — первый сорт
-
2 ποιότητα
ποιότηςquality: fem acc sg -
3 ποιότητα
[пиотита] ουσ. Θ. качество, свойство,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ποιότητα
-
4 ποιότητα
[пиотита] ουσ θ качество, свойство. -
5 ποιότητα
nitelik, özellik, kalite, vasıf -
6 ποιότητα
qualité -
7 ποιότητα
1) gatunek (m) rzecz.2) jakość (f) rzecz.3) przymiot (m) rzecz. -
8 ποιότητα
1) jakost2) kvalita3) přednost4) vlastnost -
9 ποιότητα
qualityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ποιότητα
-
10 kalite
ποιότητα -
11 şairlik
ποιότητα ποιήματος -
12 qualité
ποιότητα -
13 jakost
ποιότητα -
14 kvalita
ποιότητα -
15 quality
ποιότητα -
16 jakość
ποιότητα -
17 сорт
-
18 качество
-а ουδ.1. ποιότητα•бороться за качество продукции αγωνίζομαι για ποιότητα της παραγωγής•
ткани высокого -а υφάσματα πολύ καλής ποιότητας.
2. (φιλοσ.) ποιοτική αλλαγή•переход от количества в качество το πέρασμα απο την ποσότητα στην ποιότητα.
εκφρ.в -е кого-чего – με την ιδιότητα του..., ως, σαν. -
19 рассортировать
ταξινομώ (κατά ποιότητα), διαλέγω-ка η διαλογή, η ταξινόμηση (κατά ποιότητα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рассортировать
-
20 высший
высший ανώτατος \высший сорт η ανώτατη ποιότητα \высшийее учеб ное заведение το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα \высшийее об разование η ανώτατη εκπαί δευση* * *вы́сший сорт — η ανώτατη ποιότητα
вы́ее уче́бное заведе́ние — το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα
вы́ее образова́ние — η ανώτατη εκπαίδευση
См. также в других словарях:
ποιότητα — η / ποιότης, ητος, ΝΜΑ, και ποιότη Ν [ποιός] η φύση ενός πράγματος κατά την αξία του και σε αντιδιαστολή προς την ποσότητα, η εσωτερική του υπόσταση, το ποιόν (α. «εμπόρευμα κακής ποιότητας» β. «κρασί εξαιρετικής ποιότητας» γ. «ποιότης τρυγός»,… … Dictionary of Greek
ποιότητα — η 1. η φύση, η εσωτερική υπόσταση πράγματος: Ποιότητα υφάσματος. 2. μτφ., για ανθρώπους, ηθική συγκρότηση (ποιόν): Η ποιότητα του ανθρώπου είναι καλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποιότητα — ποιότης quality fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek